- φουσκάλα
- η1. φλύκταινα (βλ. λ.).2. φυσαλίδα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουσκάλα — η, Ν φλύκταινα, φυσαλλίδα στο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φούσκα (Ι) + κατάλ. άλα (πρβλ. ψιχ άλα)] … Dictionary of Greek
καυσαλίς — καυσαλίς, ἡ (Α) φλύκταινα από έγκαυμα, φουσκάλα, καντήλα, καψαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. του καυκαλίς*, ενώ με τη σημ. «φουσκάλα» συνδέεται πιθ. με το καίω] … Dictionary of Greek
ολοφλυκτίς — ὀλοφλυκτίς και ὀλοφυκτίς, ίδος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῑται», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός (Ι) + φλυκτίς «φουσκάλα». Ο τ. ὀλοφυκτίς με ανομοιωτική σίγηση τού λ ] … Dictionary of Greek
φουσκαλίδα — η, Ν μικρή φουσκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκάλα + κατάλ. ίδα (πρβλ. πεταλ ίδα) ή, κατ άλλη άποψη, < φούσκα + φυσαλλίδα με συμφυρμό] … Dictionary of Greek
-άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… … Dictionary of Greek
αγελαδόπονος — και γελαδόπονος, ο πόνος που παρουσιάζεται στα χείλη, τα σαγόνια ή άλλο μέρος τού προσώπου εκείνου, ο οποίος φυσάει με το στόμα του για να γδάρει σφαγμένη αγελάδα που προσβλήθηκε από χαμοδράκι ο πόνος αυτός προκαλεί φλύκταινα (φουσκάλα), που… … Dictionary of Greek
αιθολικώδης — αἰθολικώδης, ες (Α) [αἰθόλιξ] αυτός που έχει αιθόλικα, φουσκάλα … Dictionary of Greek
αιθόλιξ — αἰθόλιξ ( ικος), η (Α) φουσκάλα από έγκαυμα, φλύκταινα, καψοφουσκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω. με θεματ. παρέκταση λ πρβλ. επίσης αἰθάλη, αἴθαλος το τέρμα τής λ. ολ ιξ προήλθε πιθ. από επίδραση τής λ. πομφόλυξ «φυσσαλίδα», με την οποία είναι συγγενής… … Dictionary of Greek
εξανάδοσις — ἐξανάδοσις, η (Α) [εξαναδίδωμι] εξάνθημα, φυσαλλίδα, φουσκάλα … Dictionary of Greek
επιφλυκταινούμαι — ἐπιφλυκταινοῡμαι, όομαι (Α) έχω φλύκταινες, φουσκάλες, εξανθήματα στην κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλυκταινούμαι (< φλύκταινα «φουσκάλα εξάνθημα»)] … Dictionary of Greek